- ζωοκλέφτης
- οκλέφτης ζώων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απελάτης — Στη βυζαντινή εποχήα. ονομαζόταν ο ζωοκλέφτης, ο τυχοδιώκτης και ο ληστής στις ακριτικές περιοχές του βυζαντινού κράτους. Άλλες εκδοχές τον παρουσιάζουν ως κάτι ανάλογο με τον κλέφτη κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας ή τον ληστοϊππότη της Δύσης… … Dictionary of Greek
αλογοσύρτης — ο 1. κλέφτης αλόγων και γενικά ζώων, αλογοκλέφτης, ζωοκλέφτης 2. αυτός που βοηθά τους κλέφτες αλόγων. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + σύρτης] … Dictionary of Greek
βοηλάτης — βοηλάτης, ο (θηλ. άτις, η) (Α) 1. αυτός που αρπάζει βόδια, ζωοκλέφτης 2. ο βουκόλος 3. (για τον οίστρο) εκείνος που αναγκάζει βασανιστικά τα βόδια να τρέχουν 4. (για τη βουκέντρα) αυτός που κεντρίζει τα βόδια να προχωρούν 5. φρ. «βοηλάτης… … Dictionary of Greek
ζωοκλέπτης — και ζωοκλέφτης, ο κλέφτης ζώων και ιδίως βοσκημάτων, αλλ. ζωοκλόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + κλέπτης. Η λ. ζωοκλέπτης μαρτυρείται από το 1839 στον Αμβρόσιο Φραντζή] … Dictionary of Greek
κατσικοκλέφτης — ο, θηλ. κατσικοκλέφτρα 1. κλέφτης κατσικών 2. ζωοκλέφτης … Dictionary of Greek
σταυροπάτης — ο, ΝΜ αυτός που πατάει τον σταυρό, ασεβής, αντίχριστος νεοελλ. ζωοκλέφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + πάτης (< πατῶ), πρβλ. ὁμηρο πάτης] … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
κατσικοκλέφτης — ο θηλ. κατσικοκλέφτρα αυτός που κλέβει κατσίκια, ζωοκλέφτης: Υπάρχουν ακόμη κατσικοκλέφτες σε μερικές περιοχές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)